- λευτεριά
- ηη ελευθερία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λευτεριά — η βλ. ελευθερία … Dictionary of Greek
ελευθερία — ελευθερία, η και λευτεριά, η 1. η ανεξαρτησία, η έλλειψη κάθε καταναγκασμού. 2. η κατάσταση λαού ή ανθρώπου που δεν καταπιέζεται από τυραννικό καθεστώς ή από ξένη κατοχή: Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτ αντρειωμένη, χαίρε,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Famous Macedonia — Μακεδονία Ξακουστή English: Famous Macedonia Makedonía Ksakustí Regional anthem of Macedonia (unofficial) … Wikipedia
Nea Ionia (Attika) — Gemeinde Nea Ionia Δήμος Νέας Ιωνίας … Deutsch Wikipedia
Известная Македония — (греч. Μακεδονία ξακουστή Maкeдoниа ксaкусти) патриотическая песня, считающаяся неофициальным гимном греческой провинции Македония. Она ассоциируется с «Македонской борьбой за свободу» (Македонмахи). До начала 24 часового радиовещания … Википедия
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
λευθεριά — και λευτεριά, η βλ. ελευθερία … Dictionary of Greek
πανανθρώπινος — η, ο [πανάνθρωπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, παγκόσμιος («θέλουμε πανανθρώπινη τη λευτεριά») … Dictionary of Greek
τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… … Dictionary of Greek